- θησαυρωρυχεία
- και ορθτ. θησαυρωρυχία, ήη ανακάλυψη και ανόρυξη κρυμμένου θησαυρού.[ΕΤΥΜΟΛ. θησαυρωρυχεία αντί τού ορθού θησαυρωρυχία < θησαυρός + -ωρυχία (< ορύσσω), πρβλ. αλατ-ωρυχία, τυμβ-ωρυχία. Το -ω- λόγω τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»].
Dictionary of Greek. 2013.